- ἐπῶδες
- ἐπώδηςrank-smellingmasc/fem voc sgἐπώδηςrank-smellingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαείδω — ἐπαείδω και αττ. έπφδω (Α) [αείδω] 1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.) 2. τραγουδώ ως επωδή* 3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές 4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων με επωδές, με ξόρκια … Dictionary of Greek
προεπάδω — Α επάδω, προσελκύω προηγουμένως με επωδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπᾴδω «τραγουδώ, χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές»] … Dictionary of Greek
αντεπάδω — ἀντεπᾴδω (Α) χρησιμοποιώ επωδές, ξόρκια εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
κερβεροσάνδαλε — και καταντεσσάνδαλε (Α) κλητική επικλήσεως ενός χθόνιου δαίμονα στις μαγικές επωδές, δηλ. τα ξόρκια, τών Καρχηδονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέρβερος + σάνδαλος (< σάνδαλον), πρβλ. μονο σάνδαλος, χρυσο σάνδαλος] … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
περιωδικά — τὰ, Α [περιῳδή] χωριστά μετρικά συστήματα σε ποιήματα με στροφική αντιστοιχία αβββ...γ, όπως ήταν οι επωδές … Dictionary of Greek
συνεπάδω — ποιητ. τ. συνεπαείδω Α 1. ψάλλω μαζί με κάποιον («ἰὼ νεανίδες, συνεπαείδετ Ἄρτεμιν», Ευρ.) 2. άδω συγχρόνως επωδή, λέγω μαγικές επικλήσεις ταυτοχρόνως με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπᾴδω «τραγουδώ, τραγουδώ ως επωδή, χρησιμοποιώ ξόρκια,… … Dictionary of Greek
υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… … Dictionary of Greek